Η ΚΑλΩ ΚΑΙ Η ΜΑΡΩ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα μάνα, που΄χε μια θυγατέρα και μια προγονή. Τη θυγατέρα της την έλεγαν Κάλω και την προγονή της Μάρω. Η Κάλω ήταν άσχημη, ζηλιάρα και κακιά. Η Μάρω ήταν όμορφη και καλή και την αγαπούσε όλος ο κόσμος. Ζήλευε η μάνα που δεν ήταν ομορφότερη και καλύτερη η δικιά της θυγατέρα, κι ήθελε με κάθε τρόπο να ξεκάνει τη Μάρω.
Σαν ήρθαν τα Δωδεκαήμερα που βγαίνουν τα κατσόινα και πειράζουν τον κόσμο, αποφάσισε να στείλει τη Μάρω στο μύλο, τάχα για ν’αλέσει, αλλά ο σκοπός της ήταν να την πάρουν τα καψούρια Φορτώσαν το καλαμπόκι, το στάρι, ό,τι είχαν, στο μουλάρι και την έστειλε το βράδυ στο μύλο. Έφτασε η Μάρω στο μύλο, νύχτωσε. Να και τα καψούρια, βγήκαν από τις τρύπες και πήγαν κοντά στη Μάρω, που καρτερούσε να’ρθει η σειρά της ν’αλέσει, κι άρχισαν να την πειράζουν.
«Με παίρνεις εμένα για γαμπρό, Μάρω;», τη ρωτάει ο πρώτος.
«Σε παίαιαιρνωω», απαντάει αργά αργά η Μάρω.
«Με παίρνεις εμένα, Μάρω;», ρωτάει ο δεύτερος.
«Σε παίαιαιρνωω», απαντούσε πάλι αργά αργά η Μάρω, να περάσει η ώρα και να’ρθει το πρωί. Με παίρνεις εμένα, ο ένας, με παίρνεις εμένα, ο άλλος, ρωτούσαν όλοι με τη σειρά.
«Σε παίαιαιρνωω κι εσέεενα», απαντούσε όλο αργά αργά η Μάρω.
«Με παίλνεις κι εμένα Μάλω;», ρωτούσε κι ο μικρός.
«Σε παίαιαιρνωω και σέεενα», του’λεγε κι αυτουνού η Μάρω.
«Τι θέλει η νύφη, Μάρω;», ρωτούσαν πάλι τα κατσόινα.
«Η νύφη θέεελει φουστάαανιιι», είπε η Μάρω.
Μπρρρ, τα καψούρια, και πάν’ να φέρουν το φουστάνι της νύφης. Το ‘φέρναν και το ‘διναν στη Μάρω.
«Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω;», ξαναρωτούσαν.
«Η νύφη θέεελει παπούουουτσιαααα», απαντούσε πάλι αργά αργά η Μάρω.
«Κακάιιιικου!», ελάλησε ο πρώτος πετεινός. Αρέντα[5] τα καψούρια κι ο μικρός από κοντά, να φέρουν τα παπούτσια της νύφης.
«Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω;», ξαναρωτούσαν γρήγορα γρήγορα τα κατσόινα.
«Η νύφη θέεελει φακιόοολιιι
Τρέχαν παλι αυτά να φέρουν το φακιόλι της Μάρως.
«Τι θέλει ακόμα η νύφη, Μάρω;».
«Κακάιιιικουου!», ο δέυτερος, «Κακάιιικουου!», κι ο τρίτος πετεινός. Παρατούν τα κατσόινα τη Μάρω και τα προικιά και πάν’ να κρυφτούν, γιατί κόντευε να ξημερώσει.
Παίρνει η Μάρω τ’άλεσμα, το φορτώνει, βάνει και τα προικιά και μπαίνει κι αυτή καβάλα στα μεσοσάμαρα και σκεπάζεται με το τσόλι να μη φαίνεται. Ξεκινάει το μουλάρι να γυρίσει σπίτι. Τα καψούρια κοίταζαν από τις τρύπες να δουν τη Μάρω, αλλά δεν την έβλεπαν. Μόνο ο μικρός κατάλαβε και φώναζε:
«Τσιάμαλα, τσιάμαλα!» Στα μεσοσάμαρα, στα μεσοσάμαρα!
Έφτασε η Μάρω στο σπίτι, κατεβαίνει απ’ το μουλάρι, ξεφορτώνει τ’ αλεύρι, παίρνει και τα προικιά, από τα κατσόινα, και μπαίνει μέσα. Μόλις τη βλέπει η μητριά, απόμεινα. Σαν είδε και τα προικιά, ζήλεψε και αποφασίζει το άλλο βράδυ να στείλει και τη δικιά της κόρη, την Κάλω, στο μύλο να της δώσουν κι αυτηνής φουστάνια και παπούτσια τα κατσόινα.
Ήρθε και τ’ άλλο βράδυ, φορτώνει το γέννημα στο μουλάρι και στέλνει και την Κάλω στο μύλο. Φτάνει η Κάλω στο μύλο νύχτα. Βγαίνουν τα κατσόινα, πάνε στην Κάλω, που καρτέραγε στην αράδα ν’ αλέσει, κι αρχινάν να την πειράζουν.
«Με παίρνεις εμένα γαμπρό, Κάλω;», ρωτάει ο πρώτος.
«Όχι», απαντάει άγρια η Κάλω.
«Με παίρνεις εμένα, Κάλω;», ρωτάει κι ο δεύτερος.
«Μπλλλ», βγάζει τη γλώσσα η Κάλω.
«Με παίρνεις εμένα, Κάλω;», τη ρωτούν ένας ένας οι άλλοι.
«Μπλλλ», τους κοροϊδεύει η Κάλω.
«Με παίλνεις εμένα, Κάλω;», ρωτάει κι ο μικρός.
«Μπλλλ», τον κοροϊδεύει κι αυτόν.
«Τι θέλει η νύφη, Κάλω;», ρωτούν πάλι τα κατσόινα.
«Μπλλλ», τα ματακοροϊδεύει η Κάλω.
Σαν είδαν κι απόειδαν τα καψούρια, την πιάνουν και την κάνουν λιανά λιανά κοψίδια και τη μαζεύουν μέσα στο τσόλι.
Φορτώνουν τ’ άλεσμα στο μουλάρι, βάνουν και το τσόλι με την Κάλω στα μεσοσάμαρα και το χτυπάνε να πάει σπίτι.
Φτάνει το μουλάρι στο σπίτι και στέκεται μπροστά στην πόρτα. Το βλέπουν οι γειτόνοι και φωνάζουν τη μάνα. Κατεβαίνει χαρούμενη η μάνα, να ιδεί τι της έδωκαν τα καψούρια της Κάλως, μα πού η Κάλω! Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, φωνάζει, πουθενά η Κάλω. Κάνει να ξεφορτώσει το μουλάρι, πέφτει χάμω το τσόλι με την καημένη την Κάλω.
Έτσι την έπαθε η κακιά μητριά κι θυγατέρα της, που βασάνιζαν κι ήθελαν το κακό της Μάρως, της ορφανής.
Πηγή: Γιάννα Σέργη, Λαϊκά Παραμύθια της Ηπείρου, εκδόσεις Εν Πλω, 2008