Η ΓΟΥΡΟΥΝΑ
Εκεί που έψαχνε κάποια στιγμή ακούει έναν θόρυβο πάει προς τα εκεί και βλέπει την γουρούνα να κάθεται σε έναν λάκκο γεμάτα χρυσά φλουριά.Παιρνει ο γουρουνάς την γουρούνα και τα φλουριά και γυρίζει στο σπίτι. Πλούσιος τώρα αγόρασε ένα πολύ όμορφο και μεγάλο σπίτι, έκανε μια εκκλησία, βοηθούσε τους φτωχούς.Την γουρούνα που τον έκανε πλούσιο την είχε μη βρέξει και μη στάξει.
«Θα την κανω μια πολύ καλή κηδεία» μονολόγησε.Μια και δυο πάει να βρει τον παπά.
« καλησπέρα παπά μου»
«καλώς τον γουρουνά» είπε ο παπάς
« είμαι πολύ στεναχωρημένος παπά μου γιατί πέθανε η γουρούνα μου και θέλω να την κάνεις μια καλή κηδεία.
« τι λες αθεόφοβε; Που ακούστηκε να ψάλλω την γουρούνα;»
Ο γουρουνάς έκλαιγε και παρακαλούσε.
«παπά μου την γουρούνα την είχα σαν παιδί μου,σε αυτήν χρωστώ όλα μου τα πλούτη»
Ο παπάς δεν άκουγε τίποτα
«εγώ δεν έχω εντολή τέτοια από τον Θεό» είπε
Ο γουρουνάς βγάζει μια κουμπούρα
«έρχεσαι η,´ όχι» τον λέει τρομάζει ο παπάς τι να κάνει, έψαλε την γουρούνα.
« δέσποτα μου το και το»
«τι λες παπά αυτό είναι αμαρτία! να πει τον γουρουνά να ρθει εδώ»
Πάει ο παπάς στο χωριό και λέει στον γουρουνά.
«σε θέλει ο δεσπότης»
Πάει στην πόλη ο γουρουνάς και γραμμή για τον δεσπότη μαζί με πεσκέσια, κοτούλες, αυγά, τυριά, πως να πάει σε ολόκληρο δεσπότη με άδεια χέρια;
«για έλα εδώ γουρουνά τι είναι αυτά που έμαθα;»είπε όλο νεύρα ο δεσπότης.Ο γουρούνας άρχισε να κλαψουρίζει.
« Αχ δέσποτα μου την είχα σαν παιδί μου»
«αυτό είναι μεγάλη αμαρτία» είπε ο δεσπότης.
«αυτή η γουρούνα με έκανε πλούσιο νοικοκύρη» Ο δεσπότης εξαγριωμένος δεν άκουγε τίποτα.Ο γουρουνάς τότε τον λέει.
«ξέρεις τι γουρούνα ήταν αυτή;»
«Ε τι γουρούνα ήταν;» ρώτησε ακόμα πιο οργισμένος ο δεσπότης.
«να μια μέρα πριν πεθάνει με φώναξε και με είπε» «πάρε αυτό το σακούλι με τα φλουριά και δώστο από μένα στον δεσπότη»
«τι λες βρε γουρουνά με θυμήθηκε και εμένα η συγχωρεμένη;»είπε και πήρε το σακούλι με τα φλουριά.Ετσι έζησαν όλοι καλά και εμείς καλύτερα.