ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ
Μια φορά κι έναν καιρό μια γερόντισσα ξεκίνησε για να πάει στο δάσος να μαζέψει χόρτα.Στο δρόμο συνάντησε δώδεκα ανθρώπους.Ηταν οι δώδεκα μήνες του χρόνου.
«Γιαγιάκα πες μας ποιος είναι ο καλύτερος μήνας του χρόνου;»
«Όλοι παιδιά μου είναι καλοί είπε η γιαγιά τον Γενάρη χιονίζει τον Φλεβάρη βρέχει.....»τέλος είχε μια καλή κουβέντα για όλους τους μήνες.Οι μήνες τότε της είπαν.
«Γιαγιά αφού είπες κάτι καλό για όλους μας και εμείς θα σε ανταμείψουμε.Απλωσε το μαντήλι σου.Και γέμισαν το μαντήλι της τόσο πολύ που με δυσκολία το έδεσε.
«Ευχαριστώ πολύ» τους είπε και έφυγε.
Στο σπίτι της άνοιξε το μαντήλι και ξεχύθηκαν λίρες αμέτρητες.Ετσι η καλή γερόντισσα ανταμείφθηκε για τα καλά της λόγια.
Μια μέρα την επισκέφτηκε η γειτόνισσα της και την ρώτησε που βρήκε τόσα πολλά λεφτά.
Μια μέρα την επισκέφτηκε η γειτόνισσα της και την ρώτησε που βρήκε τόσα πολλά λεφτά.
«Μου τα έδωσαν οι δώδεκα μήνες είπε η γερόντισσα.
«Θα πάω και εγώ να τους βρω είπε η γειτόνισσα και ξεκίνησε για το δάσος.
«Καλημέρα» τους είπε μόλις τους είδε.
«Κυρά πες μας ποιος είναι ο καλύτερος μήνας του χρόνου;»
Η γυναίκα σκέφτηκε λίγο και είπε.
«Δεν με αρέσει κανένας κανείς δεν αξίζει»
«Καλά λοιπόν» της είπαν οι μήνες.
«Δώσε μας το μαντήλι σου να σε ανταμείψουμε»
Η γυναίκα έδωσε το μαντήλι της οι μήνες της το γέμισαν και αφού το πήρε ξεκίνησε για το σπίτι της.
Εκεί χαρούμενη άνοιξε το μαντήλι της και ξεχύθηκαν σκουπίδια.
Θύμωσε πολύ τότε και κατηγόρησε την γερόντισσα πως δεν την συμβούλεψε σωστά.
«Τι είπες στους δώδεκα μήνες όταν σε ρώτησαν ποιος είναι ο καλύτερος;»
«Τους είπα ότι κανένας δεν αξίζει τίποτα»
«Και αυτοί σου έδωσαν τα ανάλογα» της είπε η γερόντισσα.