Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

 

Η ΚΑλΩ ΚΑΙ Η ΜΑΡΩ



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα μάνα, που΄χε μια θυγατέρα και μια προγονή. Τη θυγατέρα της την έλεγαν Κάλω και την προγονή της Μάρω. Η Κάλω ήταν άσχημη, ζηλιάρα και κακιά. Η Μάρω ήταν όμορφη και καλή και την αγαπούσε όλος ο κόσμος. Ζήλευε η μάνα που δεν ήταν ομορφότερη και καλύτερη η δικιά της θυγατέρα, κι ήθελε με κάθε τρόπο να ξεκάνει τη Μάρω.
Σαν ήρθαν τα Δωδεκαήμερα που βγαίνουν τα κατσόινα και πειράζουν τον κόσμο, αποφάσισε να στείλει τη Μάρω στο μύλο, τάχα για ν’αλέσει, αλλά ο σκοπός της ήταν να την πάρουν τα καψούρια Φορτώσαν το καλαμπόκι, το στάρι, ό,τι είχαν, στο μουλάρι και την έστειλε το βράδυ στο μύλο. Έφτασε η Μάρω στο μύλο, νύχτωσε. Να και τα καψούρια, βγήκαν από τις τρύπες και πήγαν κοντά στη Μάρω, που καρτερούσε να’ρθει η σειρά της ν’αλέσει, κι άρχισαν να την πειράζουν.


«Με παίρνεις εμένα για γαμπρό, Μάρω;», τη ρωτάει ο πρώτος.
«Σε παίαιαιρνωω», απαντάει αργά αργά η Μάρω.
«Με παίρνεις εμένα, Μάρω;», ρωτάει ο δεύτερος.
«Σε παίαιαιρνωω», απαντούσε πάλι αργά αργά η Μάρω, να περάσει η ώρα και να’ρθει το πρωί. Με παίρνεις εμένα, ο ένας, με παίρνεις εμένα, ο άλλος, ρωτούσαν όλοι με τη σειρά.
«Σε παίαιαιρνωω κι εσέεενα», απαντούσε όλο αργά αργά η Μάρω.
«Με παίλνεις κι εμένα Μάλω;», ρωτούσε κι ο μικρός.
«Σε παίαιαιρνωω και σέεενα», του’λεγε κι αυτουνού η Μάρω.
«Τι θέλει η νύφη, Μάρω;», ρωτούσαν πάλι τα κατσόινα.
«Η νύφη θέεελει φουστάαανιιι», είπε η Μάρω.
Μπρρρ, τα καψούρια, και πάν’ να φέρουν το φουστάνι της νύφης. Το ‘φέρναν και το ‘διναν στη Μάρω.
«Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω;», ξαναρωτούσαν.
«Η νύφη θέεελει παπούουουτσιαααα», απαντούσε πάλι αργά αργά η Μάρω.
«Κακάιιιικου!», ελάλησε ο πρώτος πετεινός. Αρέντα[5] τα καψούρια κι ο μικρός από κοντά, να φέρουν τα παπούτσια της νύφης.
«Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω;», ξαναρωτούσαν γρήγορα γρήγορα τα κατσόινα.
«Η νύφη θέεελει φακιόοολιιι 
Τρέχαν παλι αυτά να φέρουν το φακιόλι της Μάρως.
«Τι θέλει ακόμα η νύφη, Μάρω;».
«Κακάιιιικουου!», ο δέυτερος, «Κακάιιικουου!», κι ο τρίτος πετεινός. Παρατούν τα κατσόινα τη Μάρω και τα προικιά και πάν’ να κρυφτούν, γιατί κόντευε να ξημερώσει.
Παίρνει η Μάρω τ’άλεσμα, το φορτώνει, βάνει και τα προικιά και μπαίνει κι αυτή καβάλα στα μεσοσάμαρα και σκεπάζεται με το τσόλι να μη φαίνεται. Ξεκινάει το μουλάρι να γυρίσει σπίτι. Τα καψούρια κοίταζαν από τις τρύπες να δουν τη Μάρω, αλλά δεν την έβλεπαν. Μόνο ο μικρός κατάλαβε και φώναζε:
«Τσιάμαλα, τσιάμαλα!» Στα μεσοσάμαρα, στα μεσοσάμαρα!
Έφτασε η Μάρω στο σπίτι, κατεβαίνει απ’ το μουλάρι, ξεφορτώνει τ’ αλεύρι, παίρνει και τα προικιά, από τα κατσόινα, και μπαίνει μέσα. Μόλις τη βλέπει η μητριά, απόμεινα. Σαν είδε και τα προικιά, ζήλεψε και αποφασίζει το άλλο βράδυ να στείλει και τη δικιά της κόρη, την Κάλω, στο μύλο να της δώσουν κι αυτηνής φουστάνια και παπούτσια τα κατσόινα.
Ήρθε και τ’ άλλο βράδυ, φορτώνει το γέννημα στο μουλάρι και στέλνει και την Κάλω στο μύλο. Φτάνει η Κάλω στο μύλο νύχτα. Βγαίνουν τα κατσόινα, πάνε στην Κάλω, που καρτέραγε στην αράδα ν’ αλέσει, κι αρχινάν να την πειράζουν.
«Με παίρνεις εμένα γαμπρό, Κάλω;», ρωτάει ο πρώτος.
«Όχι», απαντάει άγρια η Κάλω.
«Με παίρνεις εμένα, Κάλω;», ρωτάει κι ο δεύτερος.
«Μπλλλ», βγάζει τη γλώσσα η Κάλω.
«Με παίρνεις εμένα, Κάλω;», τη ρωτούν ένας ένας οι άλλοι.
«Μπλλλ», τους κοροϊδεύει η Κάλω.
«Με παίλνεις εμένα, Κάλω;», ρωτάει κι ο μικρός.
«Μπλλλ», τον κοροϊδεύει κι αυτόν.
«Τι θέλει η νύφη, Κάλω;», ρωτούν πάλι τα κατσόινα.
«Μπλλλ», τα ματακοροϊδεύει η Κάλω.
Σαν είδαν κι απόειδαν τα καψούρια, την πιάνουν και την κάνουν λιανά λιανά κοψίδια και τη μαζεύουν μέσα στο τσόλι.
Φορτώνουν τ’  άλεσμα στο μουλάρι, βάνουν και το τσόλι με την Κάλω στα μεσοσάμαρα και το χτυπάνε να πάει σπίτι.
Φτάνει το μουλάρι στο σπίτι και στέκεται μπροστά στην πόρτα. Το βλέπουν οι γειτόνοι και φωνάζουν τη μάνα. Κατεβαίνει χαρούμενη η μάνα, να ιδεί τι της έδωκαν τα καψούρια της Κάλως, μα πού η Κάλω! Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, φωνάζει, πουθενά η Κάλω. Κάνει να ξεφορτώσει το μουλάρι, πέφτει χάμω το τσόλι με την καημένη την Κάλω.
Έτσι την έπαθε η κακιά μητριά κι θυγατέρα της, που βασάνιζαν κι ήθελαν το κακό της Μάρως, της ορφανής.



Πηγή: Γιάννα Σέργη, Λαϊκά Παραμύθια της Ηπείρου, εκδόσεις Εν Πλω, 2008



Πέμπτη 14 Μαΐου 2020


Ο ΧΑΣΑΝ ΚΑΙ Η ΔΟΥΛΕΙΑ 

Παραμυθι της Περσίας

Ήταν μια οικογένεια, η οποία είχε ένα παιδί, δεκαπέντε χρόνων. Το παιδί αυτό το έλεγαν Χασάν. Οι γονείς του Χασάν είχαν δουλέψει πολύ σκληρά για να τον μεγαλώσουν. Όμως ο Χασάν έπρεπε κάποια στιγμή να δουλέψει.
 Του είπε λοιπόν ο πατέρας του, να ψάξει να βρει δουλειά. Ο Χασάν φοβήθηκε να ψάξει, αλλά πως να πει όχι στον πατέρα του! Βρήκε μια δουλειά, και άρχισε να δουλεύει. Το μεσημέρι είχε κουραστεί πολύ, έφυγε από την δουλειά και πήγε στο σπίτι του. Φώναξε την μητέρα του και της είπε.
 - Μητέρα δεν μπορώ να δουλέψω, είμαι πολύ μικρός δεν μπορώ!
- Γιε μου πρέπει να δουλέψεις, αλλά εάν δεν πας θα σου δίνω εγώ χρήματα, να φέρνεις κάθε απογευμα στον πατέρα σου, και να λες ότι τα κέρδισες δουλεύοντας. 
Αυτό και έγινε. Το απογευμα γύρισε χαρούμενος.
 Ο πατέρας του καθόταν στο δωμάτιο. Σαν τον είδε του είπε.
- Καλώς τον! Κουράστηκες στην δουλειά σου; 
- Ναι πατέρα είπε ο Χασάν, και έδωσε τα χρήματα στον πατέρα του. Εκείνος πήρε τα χρήματα, και τα πέταξε στην φωτιά. Ο Χασάν δεν είπε τίποτα, μόνο πήγε στο δωμάτιο του, για ύπνο. Οι μέρες περνούσαν, και ο πατέρας του Χασάν πέταγε τα χρήματα στην φωτιά κάθε μέρα. Κάποτε τα χρήματα της μητέρας του τελείωσαν, και ο Χασάν αναγκάστηκε να δουλέψει. Το απογευμα κουρασμένος πήγε σπίτι του, και έδωσε τα χρήματα που κέρδισε δουλεύοντας, στον πατέρα του. Ο πατέρας του τα πέταξε πάλι στην φωτιά. 
- Τι κανείς πατέρα! Δούλεψα σκληρά όλη μέρα για αυτά τα χρήματα, και λέγοντας αυτά έβαλε το χέρι του στην φωτιά για να τα βγάλει. Το χέρι του Χασάν κάηκε,  αλλά έμαθε πως ότι κερδίζουμε με δυσκολία, καταλαβαίνουμε την αξία του, και δεν θελουμε να το χάσουμε!


Διασκευή 
Μ. Καρακιτσιου




Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020



  

Άρης και Αφροδίτη

    Στον Όλυμπο ο Ήφαιστος ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με την Αφροδίτη. Στον ίδιο αυτό τόπο ο Άρης, ενώ βρισκόταν στην αγκαλιά της Αφροδίτης πάνω στην κλίνη του Ήφαιστου, έγινε αντιληπτός από τον χωλό θεό και γελοιοποιήθηκε ενώπιον των Ολυμπίων, καθώς ο Ήφαιστος τύλιξε τους εραστές σε λεπτό χρυσό δίχτυ. Όταν τους απελευθέρωσε, η Αφροδίτη κατευθύνθηκε προς την Κύπρο, ο Άρης στον γενέθλιο τόπο του, τη Θράκη. Άρης και Ήφαιστος μοιράζονται, εκτός από την ίδια γυναίκα, και τη ίδια γελοιοποίηση. Ωστόσο, μετά της αποκάλυψη της παρασυζυγικής σχέσης, ο Ήφαιστος απαίτησε την επιστροφή των γαμήλιων δώρων από τον Δία, διαλύθηκε ο γάμος του με την Αφροδίτη και οι δύο εραστές έμειναν ελεύθεροι για ένα νόμιμο γάμο. Έτσι, ο Πίνδαρος ονομάζει τον Άρη χαλκάρματον πόσιν, σύζυγο, της Αφροδίτης (τέταρτος Πυθιόνικος, 87 κ.ε.) και τον περιγράφει όμορφο σαν τον Απόλλωνα. Και η Σαπφώ θα συγκρίνει, παινεύοντάς τον, τον γαμπρό του απ. 111 με τον Άρη. Στο μεταξύ, Άρης και Αφροδίτη εμφανίζονται συχνά στην τέχνη ο ένας δίπλα στον άλλον. (Εικ. 36373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990)

      Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/gods/ares/page_004.html

    Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

    Έρως και ψυχή

    Πηγη https://el.m.wikipedia.org/
    Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.
    Η απότομα ξεχασμένη Αφροδίτη ήταν εξαγριωμένη με την Ψυχή, ακόμα και αν το κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ότι συνέβαινε. Κάλεσε τον γιο της, Έρωτα (σε αυτόν τον μύθο παρουσιάζεται ως όμορφος νέος) και του έδωσε εντολή να κάνει την Ψυχή να  ερωτευθεί τον κατώτερο και πιο αξιοκαταφρόνητο άνδρα που θα μπορούσε να βρει. 
    Στο μεταξύ η Ψυχή υπέφερε τρομακτικά από την αφοσίωση που συσσωρεύτηκε επάνω της. Τη λάτρευαν και την εγκωμίαζαν, αλλά κανένας δεν τολμούσε να την ζητήσει σε γάμο γιατί ο Έρωτας είχε δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να μην την επιθυμούν. Ενώ οι μεγαλύτερες αδερφές της έκαναν ευτυχισμένους γάμους με όμορφους πρίγκιπες, η αξιολύπητη Ψυχή καθόταν μόνη στο σπίτι, αναθεματίζοντας μυστικά την ομορφιά της. Ο πατέρας της συμβουλεύτηκε ένα μαντείο του θεού Απόλλωνα που τον καθοδήγησε να πάρει την Ψυχή, ντυμένη με νυφικό φόρεμα, σε ένα υψηλό βουνό όπου έπρεπε να περιμένει την άφιξη του γαμπρού. Σύμφωνα με τον χρησμό, αυτός θα ήταν ένας δράκος που πετούσε φωτιές και γέμιζε με τρόμο ακόμα και τους θεούς.
    Τρομαγμένος ο πατέρας της Ψυχής υπάκουσε στις συμβουλές του χρησμού και με διάθεση γενικού πένθους, το κορίτσι οδηγήθηκε μακριά από το σπίτι της. Η Ψυχή προσπάθησε να παρηγορήσει τους γονείς της, αλλά παρέμειναν συντετριμμένοι στο θλιβερό παλάτι τους. Η ίδια η Ψυχή περίμενε στο ψηλό βουνό κλαίγοντας, αλλά ο Ζέφυρος, ο ευγενής δυτικός άνεμος, τη σήκωσε και τη μετέφερε σε μια όμορφη κοιλάδα όπου έπεσε σε βαθύ ύπνο πάνω στο φρέσκο γρασίδι.
    Όταν ξύπνησε, ανακάλυψε ένα ωραίο δάσος, μια πηγή που έβγαζε καθαρά νερά και ένα εκθαμβωτικό παλάτι χτισμένο από τους θεούς οι τοίχοι του οποίου ήταν διακοσμημένοι με  σκαλίσματα που αναπαριστούσαν όλα τα είδη άγριων ζώων. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με θαυμάσια ψηφιδωτά και άλλοι τοίχοι ήταν από ατόφιο χρυσάφι, που σήμαινε ότι ακόμα και όταν δεν έλαμπε ο ήλιος, το παλάτι λουζόταν από ένα χρυσό φως.
    Η Ψυχή μπήκε στο παλάτι διστακτικά και την περιποιήθηκαν αόρατοι υπηρέτες. Πήρε έναν σύντομο ύπνο, έκανε μπάνιο και απόλαυσε ένα νόστιμο γεύμα και ευχάριστη μουσική. Εκείνη τη νύχτα ένας άγνωστος άντρας την επισκέφτηκε και έσμιξε μαζί της στο κρεβάτι. Η Ψυχή φοβήθηκε μέχρι θανάτου, αλλά ο άγνωστος τη μεταχειρίσθηκε τρυφερά, αν και εξαφανίστηκε πριν από το φως της ημέρας. Επέστρεφε κάθε νύχτα και η Ψυχή μαγευόταν όλο και περισσότερο από τον έρωτά του. 
    Στο μεταξύ, οι αδελφές της Ψυχής θλιβόταν τόσο πολύ για τους γονείς τους που άρχισαν να την αναζητούν. Ο σύζυγος της Ψυχής την προειδοποίησε ότι οι αδερφές της πλησίαζαν στο παλάτι και της συνέστησε να τις αγνοήσει. Διαφορετικά θα έβλαπταν τον ίδιο και θα προκαλούσαν την καταστροφή της.
    Αρχικώς, η Ψυχή συμφώνησε να υπακούσει στις επιθυμίες του, αλλά ένιωθε βαθιά απόγνωση στη σκέψη να μεταχειριστεί τις αδερφές της τόσο σκληρόκαρδα. Ο σύζυγός της τη λυπήθηκε και της επέτρεψε να υποδεχτεί τις αδελφές της, να τους μιλήσει και να τους δώσει δώρα. Της είπε, ωστόσο, ότι εάν ρωτούσαν ποιος ήταν, αυτή δεν έπρεπε να το συζητήσει και να μη προσπαθήσει να ανακαλύψει την ταυτότητά του ούτε η ίδια. Αυτό θα ήταν καταστρεπτική ενέργεια και θα σήμαινε το τέλος της αγάπης τους. Η Ψυχή τον ευχαρίστησε, του είπε ότι δεν ήθελε να τον χάσει με κανένα τρόπο και του ζήτησε να κανονίσει ώστε ο Ζέφυρος να φέρει τις αδελφές της στο παλάτι.
    Ο Έρως, που ήταν ο μυστικός εραστής της Ψυχής, ικανοποίησε το αίτημά της και κράτησε την υπόσχεσή του. Η Ψυχή δέχτηκε με ενθουσιασμό τις αδελφές της στο παλάτι της, και όταν μια από αυτές επέμενε να ρωτάει για την ταυτότητα του συζύγου της, απλώς απάντησε ότι ήταν ένας νέος όμορφος άντρας που  περνούσε πάντα την ημέρα του κυνηγώντας. Φορτωμένες με θαυμάσια κοσμήματα, οι αδελφές της πήγαν στα σπίτια τους όπου άρχισε να τις τρώει φοβερή ζήλια. Η νεότερη αδελφή τους είχε γίνει ξαφνικά πάρα πολύ πλούσια και είχε επίσης βρει έναν απίστευτα όμορφο άνδρα, ενώ αυτές είχαν φορτωθεί με άσχημους, γέρους και ασθενικούς συζύγους. 
    Οι αδελφές αποφάσισαν να δώσουν στην Ψυχή ένα σκληρό μάθημα. Ο Έρως, που ακόμα η Ψυχή δεν γνώριζε ότι αυτός είναι ο εραστής της, επανέλαβε την προειδοποίησή του για τις αδερφές της και έπειτα της είπε ότι αυτή ήταν έγκυος. Εάν δεν έλεγε τίποτα στις αδερφές της, θα γεννούσε ένα θείο μωρό, διαφορετικά το παιδί θα ήταν ένας κοινός θνητός. Η Ψυχή είχε εκσταστιαστεί με αυτά τα νέα, αλλά δεν πήρε στα σοβαρά την προειδοποίηση ότι οι αδελφές της δεν έρχονται με καλό σκοπό.
    Βαθμιαίως, χρησιμοποιώντας δόλια τεχνάσματα, οι αδελφές της κατόρθωσαν να κερδίσουν τη συμπάθειά της και εκείνη, ξεχνώντας το ψέμα που τους είχε πει την προηγούμενη φορά, ότι ο άντρας της ήταν ένας ευκατάστατος πωλητής, αν και αρκετά ηλικιωμένος. Οι αδελφές της, ακόμα πιο ζηλόφθονες, και κορόιδεψαν την Ψυχή ότι ένας χρησμός τους είχε πει πως ο σύζυγός της ήταν στην πραγματικότητα ένας δράκος που θα την καταβρόχθιζε όταν γεννούσε το παιδί της. Η αφελής Ψυχή έχασε εντελώς το θάρρος της έπειτα από αυτό, παραδέχτηκε ότι δεν ήξερε ποιος ήταν ο σύζυγός της και ικέτεψε τις αδελφές την να την βοηθήσουν. Τη συμβούλεψαν να έχει ένα αιχμηρό μαχαίρι έτοιμο δίπλα στο κρεβάτι της και να κρύψει εκεί και ένα κερί. Μόλις ο σύζυγός της αποκοιμιόταν, θα έπρεπε να το κρατήσει ψηλά και να δει αν όσα της είπαν ήταν αληθινά. Εάν ήταν έτσι, θα έπρεπε να τον καρφώσει με το μαχαίρι. Έπειτα οι αδελφές της θα την έπαιρνα από το παλάτι και θα κανόνιζαν να παντρευτεί με ένα θνητό.
    Η Ψυχή αποφάσισε να το δοκιμάσει, αλλά όταν κοίταξε τον σύζυγό της κάτω από το φως  του κεριού είδε ότι ο άντρας της ήταν ο ίδιος ο φτερωτός Έρωτας. Το τόξο και τα βέλη του ήταν δίπλα στο κρεβάτι. Από περιέργεια η Ψυχή ακούμπησε ένα από τα βέλη του και πληγώθηκε από την άκρη του, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον Έρωτα σφόδρα. Ωστόσο το κερί έσταξε πάνω στον ώμο του κοιμισμένου Έρωτα ο οποίος ξύπνησε ξαφνιασμένος και πέταξε μακριά, εξαγριωμένος με την Ψυχή που δεν κράτησε το λόγο της. Εκείνη πρόλαβε να πιαστεί από το πόδι του και υψώθηκε στον αέρα μαζί του.
    Psyche Opening the Door into Cupid's Garden.jpg
    Όταν η εξάντληση την ανάγκασε να τον αφήσει, ο Έρως αναγνώρισε ότι δεν είχε πραγματοποιήσει τις οδηγίες της μητέρας του κατά γράμμα, είχε πληγωθεί από τα βέλη του και επομένως ερωτεύτηκε απελπισμένα την Ψυχή. Κατάλαβε ότι οι αδελφές της την παραπλάνησαν και αποφάσισε να τις τιμωρήσει. Πέταξε έπειτα μακριά και άφησε την Ψυχή στην ερημιά. Ο Πάν, θεός της φύσης, τη λυπήθηκε και τη συμβούλεψε να προσπαθήσει να κερδίσει ξανά την εύνοια του Έρωτα. 
    Η Ψυχή ακολούθησε ένα μεγάλο μονοπάτι και βρέθηκε σε μια πόλη όπου κυβερνούσε ο σύζυγος μιας από τις αδελφές της. Είπε στην αδελφή της τι είχε συμβεί αλλά τελείωσε την ιστορία της λέγοντας ότι ο Έρωτας ήθελε τώρα να παντρευτεί αυτή την αδελφή. Εκείνη τρελάθηκε από επιθυμία, επινόησε μια δικαιολογία για το σύζυγό της και έτρεξε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου είχε αφεθεί αρχικώς η Ψυχή. Ρίχτηκε στο κενό με την ελπίδα ότι ο Έρωτας θα την έπιανε, αλλά έγινε κομμάτια και την έφαγαν τα πουλιά και τα ζώα που τρώνε ψοφίμια. Η Ψυχή τότε έφυγε μακριά για να επισκεφτεί την άλλη αδελφή της λέγοντάς την την ίδια ιστορία όπου και αυτή ρίχτηκε από την άκρη του βουνού.
    Στο μεταξύ ο Έρως μαράζωνε στο κρεβάτι της μητέρας του με φοβερούς πόνους από το  έγκαυμα. Ένας γλάρος είπε στην Αφροδίτη, που έπαιζε στη θάλασσα τι συμβαίνει στον γιο της. Ο γλάρος επισήμανε ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης και ότι η ασχήμια και το μίσος κυβερνούσαν τώρα τον κόσμο.
    Όταν η Αφροδίτη άκουσε ότι ο Έρωτας είχε πάρει την Ψυχή για αγαπημένη του, πήγε οργισμένη σ' αυτόν και τον επέπληξε. Αποφάσισε να αφήσει τον γιο της να υποφέρει πολύ περισσότερο και έφυγε πάλι απο το παλάτι της. Η Δήμητρα και η Ήρα, που τη συνάντησαν τυχαία, της επισήμαναν ότι ο γιος της ήταν ένα πλήρως ενηλικιωμένο άτομο και ότι είχε δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος για την ερωτική του ζωή αλλά η θεά της αγάπης δεν λογικευόταν. 
    Η Ψυχή, εν τω μεταξύ, περιπλανιόταν ακόμα απελπισμένα από μέρος σε μέρος αναζητώντας τον σύζυγό της. Ικέτεψε την Δήμητρα και την Ήρα να την βοηθήσουν, αλλά οι δύο θεές αρνήθηκαν να κάνουν οτιδήποτε για αυτήν. Τότε η Ψυχή αποφάσισε να προσεγγίσει την Αφροδίτη για να προσπαθήσει να κατευνάσει το θυμό της. Ούτε η θεά του έρωτα καθόταν αδρανής. Με το άρμα που έφτιαξε για αυτή ο Ήφαιστος, πήγε να δει τον Δία και ζήτησε την βοήθεια του Ερμή για να μπορέσει να εντοπίσει την Ψυχή. Ο Ερμής ζήτησε από τους ανθρώπους να δηλώσουν εάν και που είχαν δει την Ψυχή. 
    Vouet-Psyché-Lyon.jpg
    Σχεδόν αμέσως, ένας υπηρέτης της Αφροδίτης αναγνώρισε την Ψυχή και την έσυραν στο παλάτι της θεάς από τα μαλλιά. Η Αφροδίτη ξυλοφόρτωσε την άτυχη Ψυχή χωρίς να ξέρει ότι η κοπέλα ήταν έγκυος. Έσκισε τα ρούχα της και την διέταξε να διαβαθμίσει και να ταξινομήσει μια απέραντη ποσότητα όλων των ειδών σιταριού και φασολιών. Η Ψυχή δεν είχε καμιά ιδέα από που να αρχίσει αλλά τα μυρμήγκια την βοήθησαν και ταξινόμησαν όλους τους κόκκους γι' αυτήν.
    Η Αφροδίτη υποψιάστηκε ότι κάποιος είχε βοηθήσει την Ψυχή και τη διέταξε να φέρει μια τούφα μαλλιού από κάποια χρυσόμαλλα άγρια πρόβατα. Αυτή τη φορά, ένα καλάμι που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού βοήθησε το απελπισμένο κορίτσι. Τη συμβούλεψε να αποφύγει τα πρόβατα κατά τη διάρκεια των καυτών ωρών της ημέρας και αργότερα, όταν αυτά θα ξεκουραζόταν στη σκιά, να μαζέψει μερικό μαλλί που θα είχε κολλήσει στα κλαδιά. Πάλι όμως η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη. Η Ψυχή έπρεπε τώρα να ανέβει στη κορυφή ενός βουνού και να γεμίσει ένα κρυστάλλινο αγγείο με μαύρο νερό απο μια πηγή που προερχόταν από τον ποταμό του Κάτω Κόσμου Στύγα. Η καρδιά της Ψυχής βούλιαζε καθώς ανέβαινε στο βουνό. Δράκοι βγήκαν από τις τρύπες τους, ενώ ακόμα και τα νερά ύψωσαν τις φωνές τους για να την αποθαρρύνουν. Σε εκείνο το σημείο ένας αετός, που ήταν φίλος του Έρωτα, έτρεξε να τη βοηθήσει. 
    Συμβούλεψε την Ψυχή να μην πάει η ίδια να πάρει το επικίνδυνο νερό και γέμισε εκείνος το δοχείο γι' αυτή. Άλλη μια φορά η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη. Έδωσε στην Ψυχή ένα μικρό κουτί και της είπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να γεμίσει το κουτί με την κρέμα ομορφιάς που χρησιμοποιούσε η σύζυγος του ΆδηΠερσεφόνη. Η Ψυχή ήταν έξω φρενών και συλλογίστηκε να πηδήξει από έναν πύργο. Ο πύργος, ωστόσο, τη λυπήθηκε και της εξήγησε πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφαλή επιστροφή της από τον Κάτω Κόσμο. Είπε στην Ψυχή να πάρει μερικά νομίσματα μαζί της για τον πορθμέα Χάροντα και ειδικά γλυκά για να προσφέρει στο αιμοδιψές, τρικέφαλο σκυλί - φρουρό του Άδη, Κέρβερο. Έπρεπε επίσης να προσέχει για έναν κουτσό που θα οδηγούσε ένα μουλάρι καθώς και έναν γέρο άνδρα που θα γλιστρούσε στη Στύγα και ίσως της ζητούσε να τον πάρει στη βάρκα του Χάροντα, γιατί ήταν παγίδες που έβαλε η Αφροδίτη. Εάν η Περσεφόνη προσκαλούσε την Ψυχή να αισθανθεί σαν στο σπίτι της και της πρόσφερε γεύμα, έπρεπε να το αρνηθεί και να δεχτεί μόνο μια κόρα από ψωμί.
    Psyche-Waterhouse.jpg
    Η Ψυχή ακολούθησε προσεκτικά τις οδηγίες του πύργου και είχε θερμή υποδοχή από την Περσεφόνη. Η θεά γέμισε αμέσως το κουτί με το βάλσαμο και η Ψυχή επέστρεψε ασφαλής από το βασίλειο των νεκρών. 
    Ύστερα όμως δεν μπόρεσε να νικήσει την περιέργειά της και άνοιξε το κουτί. Δεν φάνηκε να υπάρχει τίποτα μέσα σ' αυτό αλλά η Ψυχή έπεσε αμέσως σε βαθύ ύπνο.
    Εν τω μεταξύ ο Έρως είχε αναρρώσει από το έγκαυμά του. Γεμάτος με σφοδρή επιθυμία για την Ψυχή, δραπέτευσε από το δωμάτιο στο οποίο τον είχε φυλακίσει η μητέρα του, βρήκε την αγαπημένη του και επέστρεψε τον ληθαργικό ύπνο στο κουτί, βοηθώντας την Ψυχή να εκτελέσει την αποστολή της πλήρως. Πέταξε έπειτα μέχρι τον Δία για να τον ικετέψει να εγκρίνει τον γάμο του μαζί της. 
    Ο Δίας συμφώνησε με το αίτημα του Έρωτα και κάλεσε τους θεούς να συγκεντρωθούν για να τους γνωστοποιήσει την απόφασή του. Δήλωσε ότι ο Έρωτας έπρεπε τώρα να αρχίσει να φέρεται επιτέλους όπως ένας αληθινός σύζυγος και όχι ως επιπόλαιος νέος, και κατέστησε σαφές στην Αφροδίτη ότι ο Έρωτας δεν είχε κάνει κακό γάμο, επειδή η Ψυχή θα γινόταν θεά. Ανέθεσε στον Ερμή να φέρει το κορίτσι στον Όλυμπο, όπου ο γάμος γιορτάστηκε με χαρά. Ο Έρωτας και η Ψυχή παρέμειναν σύζυγοι και απέκτησαν έναν γιο, τον Βόλουπτα (φιλήδονος).
    Η ιστορία όπως ειπώθηκε εδώ, μια παγκοσμίως διάσημη ιστορία, σχετίζεται με τον Ρωμαίο συγγραφέα Απουλήιο που την περιλαμβάνει στην ανθολογία του, Ο χρυσός γάιδαρος. Εκτός από συγγραφεύς, ο Απουλήιος ήταν και φιλόσοφος και ενίσχυσε την ιστορία του με πολλές συμβολικές έννοιες. Η Ψυχή αντιπροσώπευε την ψυχή και ο Έρωτας τη θεϊκή αγάπη. Μόνο υπερνικώντας τη θεία αγάπη μπορούσε η ψυχή να βρει την αληθινή ολοκλήρωσή της.

    Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020



    Η ΓΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

    Η γάτα και το ποντίκι
    Αδελφοί Γκριμ
    Μια φορα κι εναν καιρο ήτανε μια γάτα, που έπιασε φιλίες μ' έναν ποντικό. Και τού 'δωσε τόσες υποσχέσεις και τού 'ταξε τόσα ωραία πράγματα, που με τα πολλά ο ποντικός συμφώνησε και δέχτηκε να ζήσουνε μαζί στο ίδιο σπίτι, μοιράζοντας σαν καλοί φίλοι τα υπάρχοντα τους. " Αλλά θα πρέπει να φροντίσουμε γ ι α το χειμώνα, ειδαλλιως θα πεινάσουμε ," είπε η γάτα. " Εσύ, ποντικέ, να προσέχεις πού πατάς και να μη χώνεσαι όπου βρεις, γιατί στο τέλος Οα πιαστείς σε καμιά φάκα και θα σε χάσω ." Η ιδέα της γάτας ήταν καλή και πράγματι αγόρασαν ένα βαρελάκι βούτυρο, να τό 'χουν γ ια το χειμώνα. Μόνο που δεν ήξεραν πού να το κρύψουν, γ ι α να μην τους το κλέψει κανείς. Αφού έσπασαν τα κεφάλια τους, η γάτα μίλησε και είπε: " Δεν μπορώ να βρω καλύτερη κρυψώνα απ την εκκλησία. Εκεί δεν τολμάει κανείς ν απλώσει το χέρι του και να κλέψει το παραμικρό. Πάμε να τ αφήσουμε κάτω από την Α γ ί α Τράπεζα. Και δεν θα τ' ανοίξουμε παρά μόνον όταν θα το χρειαστούμε ."
      Έκρυψαν λοιπόν κι ασφάλισαν το βούτυρο για το χειμώνα. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, τη γάτα την έπιασε λιγούρα γ ι α τη νόστιμη λιχουδιά. Και λέει στον ποντικό: " Ποντικέ, η ξαδέρφη μου γέννησε κι έφερε στον κόσμο ένα γατάκι καστανόξανθο. Σήμερα θα γίνει η βάφτιση κι εγώ θα είμαι νονά. Ά σ ε με να πάω και φρόντισε μόνος σου το σπιτικό μας ." - " Εντάξει, εντάξει ," αποκρίθηκε το ποντίκι. " Πήγαινε στο καλό του Θεού. Κι αν σας τρατάρουν τίποτα καλό, μη με ξεχάσεις. Μ' αρέσουν και μένα τα κουφέτα ."
    Αλλά ήταν όλα ψέματα. Η γάτα ούτε ξαδέρφη είχε, ούτε ανιψάκι είχε αποκτήσει. Π α ρ ά μια και δυο τραβάει γ ι α την εκκλησία, τρυπώνει κάτω απ' την Α γ ί α Τράπεζα κι ανοίγει το βαρελάκι με το βούτυρο. Αφού έφαγε το πάνω πάνω, το καϊμάκι, έκα\ε μια βόλτα πάνω απ' τις στέγες των κοντινών σπιτιών, λιάστηκε καλά καλά, σκούπισε τα μουστάκια της και ξερογλειφότανε κάθε που θυμότανε το βούτυρο. Κατά το βραδάκι γύρισε σπίτι. " Επιτέλους ήρθες! ," την υποδέχτηκε ο ποντικός. " Τα πέρασες ωραία; " - " Καλά ήτανε ." - α Και πώς το βγάλατε το γ α τ ά κ ι; ," ρώτησε ο ποντικός, α Π α ε ι τ ο - καϊμάκι ," απάντησε ξερά η γάτα. " Παειτοκαϊμάκι; ," απόρησε ο ποντικός. " Παράξενο όνομα. Το συνηθίζετε στην οικογένεια σας; " - " Μην το ψάχνεις ," τον έκοψε η γάτα. " Δεν είναι δα χειρότερο απ το όνομα που έδωσες εσύ στο βαφτιστήρι σου: Ψιχουλοφάης . . . "
       Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη γάτα πάλι την έπιασε λιγούρα γ ι α το βούτυρο. Γυρνάει λοιπόν και λέει στον ποντικό: " Θα μου κάνεις τη χάρη και θα φροντίσεις σήμερα μόνος σου το σπιτικό μας. Γιατί θα γ ί νω και πάλι νονά. Το καινούργιο γατάκι είναι μαύρο με μια άσπρη γραμμούλα γύρω απ' το λαιμό. Δεν μπορώ να πω όχι ." Ο καλός ο ποντικός συμφώνησε. Η γάτα όμως χώθηκε στα στενά και κρυφά έφτασε μέχρι την εκκλησία. Εκεί άνοιξε πάλι το βαρελάκι και κατέβασε το βούτυρο ώς τη μέση. " Τ ί π ο τ α δεν είναι πιο νόστιμο ," σκέφτηκε, " άπ' αυτό που τρως εσύ ο ίδιος ." Κι έμεινε πολύ ευχαριστημένη απ5 την εκδρομή της. Ό τ α ν γύρισε σπίτι, ο ποντικός τη ρώτησε: " Πώς το βάφτισες αυτό το γατάκι; " - " Π α ε ι τ ο μ ι σ ό ," απάντησε η γάτα. - " Παειτομισό! Τι λες; Σ όλη μου τη ζωή δεν έχω ξανακούσει τέτοιο όνομα. Β ά ζ ω στοίχημα ότι στο ημερολόγιο δεν έχει μέρα να γ ι ο ρ τ ά ζ ε ι! "
     
    Δεν πέρασε πολύς καιρός και της γάτας της τρέξανε πάλι τα σάλια γ ι α το βούτυρο. " Ό λ α τα καλά πράγματα τριτώνουν ," είπε στον ποντικό. " Με κάλεσαν πάλι νονά σε μια βάφτιση. Το γατάκι αυτή τη φορά είναι κατάμαυρο, μόνο που έχει άσπρα ποδαράκια. Ούτε μια άσπρη τρίχα σ' όλο του το κορμάκι. Αυτό είναι πολύ σπάνιο, μια φορά στα δέκα χρόνια συμβαίνει. Θα μ' αφήσεις να π ά ω; " - " Παειτοκαϊμάκι, Παειτομισό! Α υ τ ά τα παράξενα ονόματα μ έχουν βάλει σε σκέψεις ." - " Είναι επειδή κάθεσαι κλεισμένος όλη μέρα εδώ μέσα με την γκρίζα σου τη ρόμπα και με την ουρίτσα σου τυλιγμένη στην πολυθρόνα. Αυτά παθαίνει όποιος δεν βγαίνει έξω ." Ο ποντικός έμεινε λοιπόν σπίτι και καθάρισε και σκούπισε και συγύρισε. Η λιχούδα γάτα όμως έβαλε κάτω το βαρελάκι και το τέλειωσε το βούτυρο. " Δεν ησυχάζεις παρά μονάχα όταν τον φας όλον το μεζέ ," μονολόγησε 
      Χορτάτη και καλοφαγωμένη γύρισε σπίτι αργά το βράδυ. Ο ποντικός ρώτησε αμέσως να μάθει τι όνομα είχανε δώσει στο τρίτο γατάκι. " Μπα, ούτε αυτό θα σου αρέσει ," του αποκρίθηκε η γάτα. " Το βγάλαμε Παειόλο ." - " Παειόλο! ," φώναξε ο ποντικός. " Αυτό είναι το πιο παράξενο απ όλα. Δεν τό ' χω συναντήσει πουθενά γραμμένο. Τι στην ευχή σημαίνει; " Και κουνώντας το κεφάλι του κουλουριάστηκε στη γωνιά του να κοιμηθεί.

    Από τότε κι ύστερα κανείς δεν ξανακάλεσε τη γάτα να βαφτίσει. Ό τ α ν όμως χειμώνιασε κι έξω δεν έβρισκαν π ι α τίποτα να φάνε, ο ποντικός θυμήθηκε το βούτυρο και είπε: " Έ λ α , γάτα, πάμε στην εκκλησία να πάρουμε το βούτυρο, που είχαμε φυλάξει γ ι α το χ ε ι μ ώ να. Θα είναι ό,τι πρέπει ." - " Μάλιστα ," αποκρίθηκε η γάτα. " Γ ι α σένα προπάντον θα είναι ό,τι πρέπει. Και δεν θα σου πέσει βαρύ στο στομάχι. Είναι ελαφρύ, σαν να τρως αέρα κοπανιστό ." Μια και δυο, ξεκινάνε γ ι α την εκκλησία. Κι όταν έφτασαν, βρήκαν το βαρελάκι στη θέση του. Αλλά ήταν άδειο. " Τώρα καταλαβαίνω ," είπε ο ποντικός. " Ωραία φίλη είσαι! Αντί να βαφτίζεις γατάκια, ερχόσουνα εδώ και έτρωγες το βούτυρο. Πρώτα πρώτα Παειτοκαϊμάκι, μετά Παειτομισό, κι ύστερα . . . " - " Σ τ α μ ά τ α! " τον έκοψε η γάτα. " Ά λ λ η μια λέξη και θα σε φάω κι εσένα! " - " . . . Παειό-όλο! ," ξεστόμισε ο καημένος ο ποντικός. Και πριν προλάβει ν' αποσώσει το λόγο του, τον αρπάζει η γάτα και τον κάνει μια χαψιά. Τι να κάνουμε; Έ τ σ ι είναι ο κόσμος.
     Πηγη:grim stories.com




      Η ΚΑλΩ ΚΑΙ Η ΜΑΡΩ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα μάνα, που΄χε μια θυγατέρα και μια προγονή. Τη θυγατέρα της την έλεγαν Κάλω και την ...